- αρτηριοσκληρωτικός
- -ή, -ό1. αυτός που πάσχει από αρτηριοσκλήρωση2. εκείνος που επιμένει σε παλαιές αντιλήψεις, που δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε νέες συνθήκες και αντιλήψεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρτηριοσκληρωτικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την αρτηριοσκλήρωση ή υποφέρει απ αυτήν: Όλα αυτά που λέει ότι νιώθει ο άρρωστος είναι φαινόμενα αρτηριοσκληρωτικά. 2. οπισθοδρομικός, παλιών αντιλήψεων άνθρωπος: Μην περιμένεις να μας καταλάβει αυτός ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)